Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το κάτουρο

См. также в других словарях:

  • κάτουρο — το κατούρημα, κάτουρο, κατουρλιό: Δεν πήγε πουθενά, ούτε για κάτουρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτουρο — το (Μ κάτουρο και κάτουρον) το ούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατουρῶ (με αντίστροφη παραγωγή)] …   Dictionary of Greek

  • κατουροϋάλιν — κατουροϋάλιν, το (Μ) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτουρο(ν) + ὑάλ ι(ο)ν (< ὕαλος)] …   Dictionary of Greek

  • κατρουλιό — και κατουρλιό, το 1. το κάτουρο 2. η τάση που έχει κάποιος για συχνή ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στον τ. κάτ ουρον απ όπου με προληπτική ανάπτυξη ρ > κατρ ουρον, κατόπιν με ανομοίωση κατρ ουλον > κατρουλ ιό] …   Dictionary of Greek

  • κατουρλιό, το — και κατρουλιό,το κάτουρο: Τον έπιασε κατουρλιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατουρώ — και κατουράω κατούρησα, κατουρήθηκα, κατουρημένος 1. κατουρώ: Δεν κατούρησα σήμερα. 2. βρέχω κάτι ή κάποιον με το κάτουρό μου: Κατούρησε το παντελόνι του. 3. περιφρονώ κάποιον: Κατούρα τον, αφού δε θέλει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατούρημα — το, ατος κάτουρο, η πράξη του κατουρώ: Πάνε για κατούρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ούρο, το — και πληθ. ούρα, τα υγρό που παράγουν τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα (βλ. λ.), αλλ. κάτουρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»