-
1 моча
-
2 моча
τα ούρ/α, το κάτουροанализ - и εξέταση των - ων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моча
-
3 моча
мочаж τό κάτουρο, τό ούρο[ν]. -
4 моча
[ματσά] ουσ. θ. ούρο, κάτουρο -
5 моча
[ματσά] ουσ. θ. ούρο, κάτουρο -
6 моча
[ματσά] ουσ θ ούρο, κάτουρο -
7 моча
[ματσά] ουσ θ ούρο, κάτουρο -
8 моча
й θ. ούρο, κάτουρο.
См. также в других словарях:
κάτουρο — το κατούρημα, κάτουρο, κατουρλιό: Δεν πήγε πουθενά, ούτε για κάτουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτουρο — το (Μ κάτουρο και κάτουρον) το ούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατουρῶ (με αντίστροφη παραγωγή)] … Dictionary of Greek
κατουροϋάλιν — κατουροϋάλιν, το (Μ) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτουρο(ν) + ὑάλ ι(ο)ν (< ὕαλος)] … Dictionary of Greek
κατρουλιό — και κατουρλιό, το 1. το κάτουρο 2. η τάση που έχει κάποιος για συχνή ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στον τ. κάτ ουρον απ όπου με προληπτική ανάπτυξη ρ > κατρ ουρον, κατόπιν με ανομοίωση κατρ ουλον > κατρουλ ιό] … Dictionary of Greek
κατουρλιό, το — και κατρουλιό,το κάτουρο: Τον έπιασε κατουρλιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατουρώ — και κατουράω κατούρησα, κατουρήθηκα, κατουρημένος 1. κατουρώ: Δεν κατούρησα σήμερα. 2. βρέχω κάτι ή κάποιον με το κάτουρό μου: Κατούρησε το παντελόνι του. 3. περιφρονώ κάποιον: Κατούρα τον, αφού δε θέλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατούρημα — το, ατος κάτουρο, η πράξη του κατουρώ: Πάνε για κατούρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ούρο, το — και πληθ. ούρα, τα υγρό που παράγουν τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα (βλ. λ.), αλλ. κάτουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)